ταών(ε)ιος

ταών(ε)ιος
-α, -ο / ταών(ε)ιος, -ον, ΝΑ [ταώς, -ῶνος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι
2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”